- δοῦρας
- δοῦρας, τό, a nom. sg. formed from the Homeric pl. δούρατα (v. sub δόρυ), AP6.97 (Antiphil.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Δούρας, Γεώργιος — (Αλεξάνδρεια Αιγύπτου 1895 – Αθήνα 1965). Ποιητής. Σπούδασε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ασχολήθηκε με την ποίηση από τα φοιτητικά του χρόνια. Τα ποιήματά του ήταν βαθύτατα θρησκευτικά και ανθρωπιστικά και αντλούσαν το περιεχόμενό… … Dictionary of Greek